- επιδάκνω
- ἐπιδάκνω (Α)1. δαγκώνω2. (για καπνό, κρασί) ερεθίζω («ὁ καπνός ἐπιδάκνων τὰς ὄψεις», Αριστοτ.)2. παθ. αισθάνομαι ζαλάδα3. μέσ. ἐπιδάκνομαιπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκνω «δαγκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεπίδηκτος — ἀνεπίδηκτος, ον (Α) [επιδάκνω] Ιατρ. όποιος δεν προκαλεί ερεθισμό … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek